ὑπεξέχω

ὑπεξέχω
ὑπεξ-έχω, intr.,
A withdraw or retire secretly, Hdt.5.72;

ἐκ τῆς Χίου Id.8.132

;

ἐς Θεσσαλίην Id.6.74

(always in [tense] aor. -εσχον).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπεξέχω — Α (αμτβ.) αποσύρομαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξ + ἔχω] …   Dictionary of Greek

  • ὑπεξέσχον — ὑπεξέχω withdraw aor ind act 3rd pl ὑπεξέχω withdraw aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξέσχε — ὑπεξέχω withdraw aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξέσχεν — ὑπεξέχω withdraw aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • προυπεξέχειν — πρό ὑπεξέχω withdraw pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”